Φαρούκ

Φαρούκ
(1920 – 1965). Βασιλιάς της Αιγύπτου. Διαδέχθηκε το 1936 τον πατέρα του Φουάτ A’ και στη διάρκεια της βασιλείας του ήρθε σε ρήξη με το κυριότερο πολιτικό κόμμα της χώρας, την Ουάφντ, φιλελεύθερη αστική παράταξη. Το 1942, ύστερα από πίεση των Άγγλων, διόρισε πρωθυπουργό τον ηγέτη του κόμματος της Ουάφντ, Μουστάφα Ναχά πασά, τον οποίο όμως έπαψε το 1952, με την κατηγορία ότι δεν κατόρθωσε να αντιμετωπίσει τις ταραχές που οργάνωσαν στο Κάιρο οι ακροδεξιοί μουσουλμάνοι. Τον ίδιο όμως χρόνο ανατράπηκε και, έπειτα από στρατιωτικό πραξικόπημα, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα. Ο ανήλικος διάδοχος και γιος του Φουάτ κηρύχθηκε, με απόφαση του Επαναστατικού Συμβουλίου, επίσης έκπτωτος και η χώρα έγινε δημοκρατία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Σαντάντ, Άνουαρ — Αιγύπτιος στρατιωτικός και πολιτικός (1918 1982). Απόφοιτος της Σχολής Πολέμου του Καΐρου, υπηρέτησε στο στρατό ως αξιωματικός. Στα χρόνια του Φαρούκ, πήρε μέρος στην αντίσταση εναντίον των Άγγλων, δραστηριότητα για την οποία και φυλακίστηκε.… …   Dictionary of Greek

  • σκλάβος — Αιχμάλωτος, δούλος. Λέγεται επίσης μεταφορικά και για κείνον που εργάζεται σκληρά. «Δουλεύει σαν σ.». Γενικά σ. ονομάζονται εκείνοι που τους πουλούσαν στα λεγόμενα σκλαβοπάζαρα. Σε σκλαβοπάζαρα του είδους πουλήθηκαν στην Αίγυπτο και πολλοί… …   Dictionary of Greek

  • Μοχάμετ Άλι — (Καβάλα 1769 – Αλεξάνδρεια 1849). Αντιβασιλιάς της Αιγύπτου, πατέρας του Ιμπραήμ. Γιος Τουρκαλβανού αγροφύλακα, υιοθετήθηκε από τον φρούραρχο της Καβάλας, ο οποίος και τον έστειλε στην Αίγυπτο, επικεφαλής σώματος Αλβανών, να πολεμήσει εναντίον… …   Dictionary of Greek

  • Ναγκίμπ, Μοχάμετ — (Muhammad Naguib, Χαρτούμ 1901 – Κάιρο 1983). Αιγύπτιος πολιτικός και στρατιωτικός, από μητέρα Σουδανή. Αξιωματικός του στρατού, συμμετείχε στις επιχειρήσεις εναντίον των Εβραίων της Παλαιστίνης το 1948 49 και τραυματίστηκε. Το καλοκαίρι του 1952 …   Dictionary of Greek

  • Νάσερ, Γκαμάλ Άμπντελ — (Gamal Abdel Nasser, Μπένι Moρ, Άνω Νείλος 1918 – Κάιρο 1970). Αιγύπτιος πολιτικός. Από ταπεινή οικογένεια ο πατέρας του ήταν σχεδόν αναλφάβητος ταχυδρομικός διανομέας δόθηκε, σε ηλικία εννέα ετών, σ’ έναν θείο του που τον πήρε στο Κάιρο.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”